Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2012

Το τέλος της επιστροφής. Από το Προσήλιο στα Κοψολεμέικα (= Καταφύγιο Τσερίων)

    Πώς ο Οδυσσέας έλεγε πως του αρκεί να δει καπνός να βγαίνει από την καμινάδα του σπιτιού του για να νοιώσει πως επέστρεψε? Έτσι, με το που στρίβεις την λεγόμενη "Στροφή του Σβολέα", λίγο μετα τα όρια Προσηλίου -Σταυροπηγίου, και βλέπεις τα "Τρία Κουτρουμπελάκια", αρχίζουν και μυρίζουν
Τα Τρία Κουτρουμπελάκια (που είναι τέσσερα)
Τσέρια. Τα  Τρία Κουτρουμπελάκια είναι μια σειρά χαμηλών βουνοκορφών του Ταϋγέτου, απέναντι από τα Τσέρια και μετά το φαραγγι του Βιρού, τοποθετημένα σε διάταξη αστερισμού, φαίνεται δηλαδή ότι είναι συνεχόμενα στην ίδια ευθεία, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι παρά μόνο τα τα δυο πρώτα, και, σαν τους Τρεις σωματοφύλακες, είναι τέσσερα, είναι δε ο Ντ 'Αρτανιάν η ανατολικότερη μακρουλή και λίγο επικλινής κορυφή κι ίσως για αυτό να παραλήφθηκε στην αρίθμηση ή ίσως γιατί την ονομασία την έφερε η μάνα σου, που είναι από τα Γιατρέικα κι εκεί δεν φαίνεται. Τα Τρία Κουτρουμπελάκια (κουτρούμπελα στην Μάνη ονομάζουν τις πρόχειρες στήλες από πετρες που  με σημαδεύουν σε διάφορες περσιτάστεις  τα χωράφια, δηλώνοντας ιδιοκτησία, ψεκασμένο χωράφι, παραχωρημένο βοσκοτόπι κ.α.) στέκονται εμβληματικά πάνω  από τους νοτιότερους οικισμούς των Τσερίων (στα Πέρα Τσέρια δεν θυμάσαι αν φαίνονται, όλα τουλάχιστον) και ειδικότερα τα Κοψολεμέικα, το δικό σου χωριό, επίσημα ονομασμένο ως Καταφύγιο, τόσο εμβληματικά που ο αδερφός σου αφηγείται πως σοκαρίστηκε παιδάκι, όταν κάποτε ταξίδεψε στην Καλαμάτα κι ανακάλυψε ότι δεν φαινόνταν. Ως κουτρούμπελα σηματοδοτούσαν το όρια του μικρού σου κόσμου, μαζί με την Μεγάλη Μύτη, το ακρωτηριάκι που χωρίζει τον όρμο της Καρδαμύλης από τον όρμο των Κιτριών και τον Μεσσηνιακό κόλπο (Τα όρια του μεγάλου κόσμου σου τα καθόριζε η κορφή του Ταυγέτου, ορατή λίγο πιο μακριά από το χωριό, και το ακρωτήριο Ακρίτας (η Κορώνη συνεκδοχικά) και το νησάκι των Οινουσών Βενέτικο, Πινακουλάκι (= μικρή σκάφη) στα Τσεριώτικα, λόγω του σχήματος του..)   Μπορεί, νοιώθεις, να φαίνεται λίγο φλύαρη η παρέκβαση αλλά ήταν ο μόνος τρόπος για να περιγράψεις χωρίς συναισθηματολογίες το είδος εκείνο της συγκίνησης που αισθάνεσαι παίρνοντας τη στροφή και  βλέποντας τα  Τρία -πραγματικά πια -Κουτρουμπελάκια - σηματώρούς να λειτουργούν όπως εκείνες οι επισημάνσεις - βελάκια σε κάτι χάρτες στις  πλατείες μερικών  πόλεων. "Βρίσκεσαι εδώ".  Επειτά από λίγο, μετα μια επόμενη στροφή, βλέπεις τα Πάνω Τσέρια να εμφανίζονται ψηλά στο βουνό κι η οικειότητα γίνεται ακόμα μεγαλύτερη στην "Ένωση"  στα Λιασίνοβα (Προσήλιο).  Βλέπεις την πινακίδα:" Προσήλιο. Τσερια 5". Τώρα σωστά, παλιότερα τραμπαλιζόταν  η χιλιομετρική απόσταση ανάμεσα στα δυο χωριά, προκαλώντας σύγχυση στους αγνοούντες. Εκεί που ενώνονται οι δρόμοι, εκεί ήταν που χρόνια πολλά περίμενες, και από τις δυο πλευρές του δρόμου, τα λεωφορεία που σε πηγαίναν στο σχολείο, στην Καλαμάτα, στην πενθήμερη, στο στρατόπεδο, στην  Αθήνα, στην Ρόδο, στην κηδεία του φίλου σου, στον γάμο του συμμαθητή σου, στη γυναίκα που ερωτεύτηκες,  παντού... Μετά διασχίζεις τα Λιασίνοβα, προσεχτικά να μην τρακάρεις στα στενά δρομάκια,  νοιώθοντας πως είσαι στην Γευγελή, ένα συνοριακό φυλάκιο ανάμεσα στο οικείο, που δεν φοβάσαι πια γιατί γνωρίζεις πως  δεν κινδυνεύεις πλέον να  σε εγκλωβίσει,  και στο οικειοποιημένο, οικειοποιημένο μετά από τα  δυο χρόνια που πήγαινες σχολείο και διέσχιζες μετά τα δρομάκια του σπρώχνοντας την ώρα μέχρι να έρθει το λεωφορείο της γραμμής, πολύ μετά, για να σε πάει στο σπίτι. 'Έπειτα περνάς μπροστά από το σχολείο,   που πήγες για δυο χρόνια  και δεν το αισθάνθηκες ποτέ δικό σου, κι όμως του ρίχνεις μια  κρυφή ματιά - κλεισμένο, εγκαταλελειμμένο, σκυθρωπό, μα μ' ένα κομμάτι από σένα παιδί να κρυφοπαίζει σκανταλιάρικα  μέσα στις σκοτεινές πια αίθουσες. Λίγο μετά  βλέπεις την οδική  πινακίδα που διαγράφει το Προσήλιο, ακριβώς εκεί  που τελειώνει το τσιμέντο και ξαναρχίζει η άσφαλτος κι από και κει και πέρα πια, όλοι οι δρόμοι οδηγούν στα Τσέρια, ο ένας δηλαδή και κακοφτιαγμένος και τον παίρνεις οδηγώντας αργά, αλλά πολύ πιο γρήγορα από τότε που τον ανέβαινες με τα πόδια παιδάκι, γιατί γύρναγες από το σχολείο και δεν είχες μέσο να σε γυρίσει σπίτι, και πιο μεγάλος, γιατί σου λείπανε τα φράγκα να πάρεις το ταξί, κι ακόμα πιο μεγάλος, γιατί σου περίσσευε ενέργεια και δεν ήξερες πού να την ξοδέψεις. Ανάβεις τσιγάρο και ψιθυρίζεις μέσα από τα δόντια σου τα ονόματα από τα μέρη που περνάς, ήχοι ιδιαίτεροι, μυστηριακοι σχεδόν, σαν φθαρμένο ξόρκι αρχαίας, χαμένης θρησκείας: Καταλάγκαδο, Μπρέγονιο, Ύσβαρη (που πάντα θεωρούσες το μέσο της διαδρομής και καθόσουν για να πάρεις μια ανάσα κάτω από τον πλάτανο, να  φας μια μπανάνα από το κολατσιό  που σου είχε βάλει η μάνα σου ή να κάνεις ένα τσιγάρο αργότερα, κι έβρισκες πάντα άδικο ωστόσο που ,πάντα διψασμένος,  το χειμώνα έτρεχε και η υπερχείλιση και το ποταμάκι και το καλοκαίρι τίποτα...), Παναγία, Λεφτίνι, Λινά (που κάποτε ο πατέρας σου είχε μελίσσια και σε παίρνανε μαζί τα καλοκαίρια, κι εσύ  ξόδευες   την ώρα σου κοιτώντας τα αυτοκίνητα που περνούσαν με τά άλλα παιδάκια που πηγαίναν για μπάνιο και διαολιζόσουνα, αλλά δεν μπορούσες να καταλάβεις γιατί, εφόσον εσένα δε σου άρεσε  καν η θάλασσα), Καρκαντέρη (που παρακολούθησες κάποτε μια μαζική σφαγή  ζώων και φρίκαρες), Σκάλα (εκεί που περίμενες κάθε πρωι στις εξίμιση επί δυο χρόνια το λεωφορείο, αφού είχες περπατήσει με βροχές, χιόνια και κρύα όλο το δρόμο από το χωριό σου  τρέχοντας πάντα στην ανηφόρα μη χάσεις το λεωφορείο κι ήσουν κάθε μέρα σίγουρος ότι θα το χάσεις κι ακόμα σε ταλαιπωρεί αυτό  το άγχος του ταξιδιού κι ας μην έχεις χάσει ποτέ λεωφορείο, κι εκεί που σε άφηνε στις τρισίμιση κάθε μέρα το ίδιο λεωφορείο κι έτρεχε τις Δευτέρες να προλάβεις να ακούσεις στο ραδιόφωνο το τέλος της εκπομπής "3:05 ώρα για σπορ" ).
 Αυτό το δρόμο βγάζεις φλας για να πάρεις και τώρα, και κατεβαίνεις την ίδια κατηφορίτσα που έβλεπες  τα φώτα του πατέρα σου όταν ερχότανε τη νύχτα να βουτάνε, να αιωρούνται ελάχιστα για μια στιγμή κι ύστερα σταθερά να κατηφορίζουν, όπως κατηφορίζεις κι εσύ τώρα, για να παρκάρει εκεί που τώρα θα παρκάρεις εσύ, που για την ώρα κατεβαίνεις προσεκτικά συνεχίζοντας να μουρμουρίζεις τα ονόματα των τόπων  που περνάς, Αμυγδαλεώνας, Πέρα Κάμπος, Λαγκατσέικο, Λαγκαδάκι.
 Έφτασες... Δεν ήσουν μόνος αυτή τη φορά...


Το βίντεο που προηγήθηκε περιέχει πλάνα από δυο ταξίδια που κάναμε το Πάσχα με τη gia_des, η οποία είναι και ο εικονολήπτης, σε αυτή τη διαδρομή. Από την έξοδο του Προσηλίου μέχρι το Λαγκαδάκι και τα Κοψολεμέικα. Το τραγούδι που συνοδεύει το βίντεο είναι το ονειρικό, ατμοσφαιρικό και ταξιδιάρικο  "Night ride in Caucasus" της Λορίνα ΜακΚένιτ...  Ελπίζω να σας άρεσε!!!
Η διαδρομή και από ψηλά...



Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2012

"Η αυλή. (The Ατάλαντοι Νο2)"- The Ατάλαντοι

«Η αυλή» είναι ένα αδικαίωτο και παραγνωρισμένο τρυφερό τραγούδι που έγραψε ο Στέλιος.  Ο
Ο Ηλίας κι εγώ. Ένα σκίτσο του Στέλιου
τίτλος αναφέρεται στην αυλή της μονοκατοικίας που έμενα στο Γαλάτσι και βρισκόμασταν για να παίξουμε, ο Ηλίας είχε προτείνει μάλιστα να ονομαστούμε «Eliasbackyard».  Όταν το έγραψε ο Στέλιος, τα κορίτσια ήτανε ήδη στην Αγγλία και μεις, με πρώτο εμένα, θα φεύγαμε να πάμε φαντάροι. Είναι λοιπόν ένα τραγούδι αποχαιρετισμού και παράλληλα μια ελπίδας για το μέλλον.  Η εκδοχή που θα ακούσετε δεν έγινε ποτέ.  Πρόκειται για μοντάζ, δεν τολμώ να πω μίξη.  Το παίξαμε πρώτη φορά στη δεύτερη συλλογή μας με τίτλο «Το δις εξαμαρτείν», μια μέρα πριν πρωτοφύγω από την Αθήνα (16 χρονιά πριν, σαν σήμερα, στις 20 του Οκτώβρη του 96 και ναι, δεν είναι τυχαία η δημοσίευση σήμερα κι ενώ είχα δώσει μόλις το τελευταίο μάθημα. Έτυχε την ώρα που παίζαμε το τραγούδι να μας πάρουν τα κορίτσια από την Αγγλία,η Χαρούλα δηλαδή,  και να μιλήσουμε… Μετά, δεν ξέρω τι τον έπιασε το Στέλιο, δεν του έβγαινε το τραγούδι, το κρατήσαμε όμως
Εγώ φαντάρος, όπως με οραματίστηκε ο Στέλιος
για αρχειακούς λόγους κι είναι από κει που έχω κρατήσει το ρεφραίν που ακούγεται στο τέλος. Μετά που γύρισαν τα κορίτσια κάναμε μια κωμικοτραγική, όπως θα ακούσετε στην αρχή (ελπίζω να μη με κακίσουν που βγάζω τ’ «άπλυτα»  μας στη φόρα, το  ‘κανα απλά για να δώσω το κλίμα της παρέας μας), ανεπιτυχή  απόπειρα από όπου άντλησα τα δυο κομμάτια που ακούγονται  φωνές των κοριτσιών. Το τραγούδι το ξέχασα μετά, μέχρι που κάποτε βρήκα τ’ ακκόρντα και το θυμήθηκα και συγκινήθηκα και το ηχογράφησα στα πεταχτά. Κι έκατσα το καλοκαίρι κι έκανα το βιντεάκι,  ένα μικρό δωράκι μνήμής, ένα φόρο τιμής στην παρέα μας, κι ένα κλείσιμο του ματιού στους 20χρονους εαυτούς μας που επιμένουν ακόμα να μας ταλαιπωρούν τόσο καιρό μετά, μη αφήνοντας μας να γεράσουμε…
(Το «κλείστο» στο τέλος, inside joke… )
 Παράλληλα, παραθέτω δυο σκιτσάκι του Στέλιου. Στο ένα απεικονίζει εμένα και τον Ηλία, στον άλλο  απεικονίζομαι εγώ στρατιώτης όπως με φαντάστηκε  ο Στέλιος εμπνεόμενος από μια σχετική φωτογραφία …

Υ.Γ. Κι η απάντηση στη ερώτηση είναι απλή. ΟΙ καλύτεροι φίλοι που είχα ποτέ...
          Η αυλή
(Στίχοι μουσική:  Στέλιος )
Σε μια αυλή ανθίσαν
 όνειρα κι ευχές
Και πίσω τους αφήσαν
 προβλήματα σκιές .
Μα τώρα οι δρόμοι αλλάζουν
Φθινόπωρο ξανά
Κι οι πέντε φίλοι μοιάζουν
Παντού στο πουθενα.
Δεν ήταν τόσο όμορφη... Αλλά ήταν δική μας. Κι ομορφότερη

Ποιος είμαι, φίλε, αν με γνωρίζεις
Κι άμα σε πλήγωσα μην μ΄αρνηθείς
Πες μου αν θες
Ποιος είμαι φίλε, τώρα που φεύγεις
Κι άμα με ξέχασες μείνε μακριά.

Η μέρα σκοτεινιάζει,
 το αύριο κοντά
Μα εμένα δεν με νοιάζει
Η ίδια ερημιά. 
Η ελπίδα απομένει
Παράθυρο  στο φως
Η νιότη μας σωπαίνει
Ο πόνος μας βουβός

Ποιος είμαι, φίλε, αν  με θυμάσαι
Κι άμα σε πλήγωσα μην μ΄αρνηθείς
Πες μου αν θες
Ποιος είμαι φίλε, τώρα που φεύγεις
Κι αν δε με ξέχασες γύρνα ξανά. 

Κι άλλο Υ.Γ. Στην πραγματικότητα η επέτειος άργησε 12 μέρες, με πρόδωσε η μνήμη  μου, όσα αναφέρω παραπάνω έγιναν στις 8 Οχτώβρη, όπως ανακάλυψα σε κάτι  παλιά χαρτιά μου... Αλλά και τι πειράζει?

Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2012

Μέρες αδέσποτες - Του Στέλιου

Κάπου έχω ξαναανφέρει ότι όταν ήμουν φαντάρος μου ήρθε ένα πολύ ιδιαίτερο γράμμα. Περιείχε μια κασσέτα με τραγούδια του Στέλιου, με τίτλο "Το φώς συντροφιά σου", που είχαν ηχογραφήσει με τον Ηλία και στο μέλλον θα ανεβάσω και εδώ. Μέσα σε αυτά, στο τέλος,  ήταν  και μια μελώδική και  ατμοσφαιρική διασκευή του Στέλιου στο - καινούριο τότε - τραγούδι  "Μέρες αδέσποτες", των - φρέσκων τότε-   "Συνήθων Υπόπτων" . Τελείωνε την πρώτη πλευρά της κασσέτας κι επειδή δεν χωρούσε, το ξαναεβαζε στην αρχή της δεύτερης. Φευ, όμώς! Δεν είχε κολλήσει αυτοκολλητάκι στην κασσέτα κι εγώ αργότερα πήγα κι έγραψα επάνω κι όταν το κατάλαβα ήταν αργά. Είχε μείνει μόνο το ατελείωτο της πρώτης πλευράς... Δέκα χρόνια τώρα, ο αχαΐρευτος, μου τάζει ό,τι θα μου δώσει άλλη κόπια, πλην ματαίως. Λέει ότι δεν την βρίσκει,  βασικά βαριέται να ψάξει... Γνωστός τεμπέλαρος γαρ... Κι εγώ, επειδή μ' άρεσε κι ήθελα να το ανεβάσω εδώ,  έπιασα και το μόνταρα. Έβαλα όσο είχα, άφησα κενό σε ότι λείπει από το δεύτερο κουπλέ και ξαναέβαλα το ρεφραίν όπως ακούγεται στο μέρος που έχει διασωθεί και βουαλά....


Σαν και σένα μ' ένα κόμπο στο λαιμό
σε ώρες άσχετες ξεσπάω το θυμό
σαν κι εσένα στις πλατείες της σιωπής
τον ίσκιο μου τραβάω

Σαν κι εσένα διαμελίζομαι στο φως
μες σ' αυτό το πλαστικό το καθεστώς
και τη νύχτα στα κομμάτια μου γυρνώ
και τα ξανακολλάω

Μέρες αδέσποτες σφυρίζουν στο μπαλκόνι μου
μέρες αδέσποτες σφηνώθηκαν στην πόλη μου
σημαδεύουνε το μέλλον πετυχαίνουν το παρόν
και με στρίμωξαν σ' ατέλειωτο κρυφτό

Σαν κι εσένα το πρωί στην αγορά
ψάχνω ένα φτηνό ζευγάρι φτερά
μου πουλούν κάτι κλεμμένα τελικά
κι όμως επιμένω

Παίρνω φόρα και ζυγίζω τον καιρό
το κορμί μου στο κενό να εμπιστευτώ
και ξεχνάω πως κι αυτό τον ουρανό
τον έχουν πουλημένο

Μέρες αδέσποτες σφυρίζουν στο μπαλκόνι μου
μέρες αδέσποτες σφηνώθηκαν στην πόλη μου
σημαδεύουνε το μέλλον πετυχαίνουν το παρόν
και με στρίμωξαν σ' ατέλειωτο κρυφτό

Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2012

Ανία

 
"Καλά, πόσα τραγούδια έχει γράψει αυτός? "
   Συμβαίνει σε όλους τους πολύ μεγάλους καλλιτέχνες, συνέβη και σε μένα... Μερικές φορές κατορθώνεις να παρουσιάσεις ακέριο και ολάκερο το feeling  του έργου σου, το όραμα σου! Παρέχεις στο κοινό σου  αμέριστη, ολάκερη, άκοπη, ακέρια (ξέρω κι άλλα συνώνυμα) την συναισθηματική εμπερία του τραγουδιού σου... Έτσι και στο σημερινό τραγούδι που λέγεται "Ανία". Θα τα δείτε όλα! Η, μάλλον, θα τα ακούσετε... Ανία, πλήξη, βαρεμάρα, μονοτονία... Όλα εδώ! Δεν είμαι σούπερ ντούπερ γουάου? Βασικά, θα αυτοπαινευόμουν κι άλλο, αλλά βαριέμαι ... Κάντε κι εσείς κάτι... 
     Φίλε αναγνώστη, άμα έχεις φτάσει σ' αυτό το σημείο και δεν έχεις καταλάβει ότι αυτοσαρκάζομαι, είσαι πολύ στόκος... 

(Κι όμως είχα περάσει πολύ καλά όταν έφτιαχνα το τραγούδι... Τη μουσική δήλαδή, γιατί οι στίχοι προϋπήρχαν, ένα κακογραμμένο εφηβικό σκαρίφημα- μίμηση της "Μονοτονίας" του Καβάφη... Τους πέρασα από το τραπέζι της ανατομίας, για να ταιριάζουν κάπως μετρικά...  )

 
Ανία
'Ολα όσα γίναν σήμερα έχουνε ξαναγίνει. 
Θαρρείς όλα τα πράγματα γυρίζουν κυκλικά.
Χίλιες φορές σκιρτήσαμε από την  ίδια  οδύνη,
χιλιάδες   ξανανιώσαμε ετούτη τη  χαρά.

Ορίζει η ανία πια τις μέρες που θα 'ρθούν, 
όπως καθόριζε κι αυτές που έχουν περάσει.     
Οι Πυθίες μείναν άνεργες. Ποιο μέλλον να μας πουν;
Τίποτα καινούριο δεν θα μας προφτάσει.

Κι η κάθε ελπίδα που 'χουμε πως ίσως αύριο
θα σπάσει η ρουτίνα, θα γίνει μια αλλάγη, 
το ξέρεις, είναι ψεύτική και για να παίρνουμε κουράγιο. 
Στο βάθος είναι κι η ίδια χθεσινή. 

Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2012

"8-----8"

Πρόκειται για ένα τραγούδι αποχαιρετισμού σε μια καλή μου φίλη (σκέτα φίλη) που έφευγε... Χρησιμοποίησα στους στίχους τη συγκολλητική μέθοδο με εσωτερικές αναφορές και υπαινιγμούς σε πράγματα που σχετίζονται με την καθημερινή μας συναναστροφή και είχαν ιδιαίτερη σημασία για μας ... Η λέξη με την έννοια της ερμηνείας. Ας πούμε η φράση "τριαντάφυλλα ιδρωμένα" ήταν ένα σαρδάμ που έκανε ή έκανα (δεν θυμάμαι) και  μας είχε φανεί πολύ ποιητικό και το λέγαμε συχνά, ένα inside slogan (και ενεός ο γράφων μόλις ανακάλυψε ότι η φράση υπάρχει σε ποίημα του Αγγελάκα... Mon Dieu!). Το "ενοχλώ;" ήταν η φράση με την οποία ξεκινούσε κάθε της τηλεφωνο. Και ούτω καθεξής...Φαντάζομαι για όλους του υπόλοιπους θα είναι ακατανόητοι ή παράλογοι....

8-----8

     Τρεις παρά δέκα το πρωί δεν μπόραγα να κοιμηθώ
και το ραδιόφωνο έπαιζε μονάχα μαλακίες 
και της Χριστίνας οι χορδές χαμένες ευκαιρίες 
Φτιάχνω τριπλό καφέ και τζουπ... Χτυπάει το τηλέφωνο 

και με ρωτάς : "Ενοχλώ;" 
 Δεν ενοχλέις και το ξέρεις... 

Για όσα λες πως είναι αργά εξαίρεσε με μένα.
Δέσε το κόμπο ξέροντας την φοβερή μου μνήμη. 
Να σαι καλά και πάντοτε να  έχεις για βενζίνη 
ένα μπουκέτο κόκκινα τριαντάφυλλα ιδρωμένα. 

Για να 'ναι πάντα εν πλώ 
η ταξιδιάρα ψυχή σου.

Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2012

"Το τραγούδι του Χριστόδουλου" - "Η τριλογία της φωτιάς "

Είχα ένα κασσετόφωνο, τον Μπούμπη με το όνομα (ναι, του είχα δώσει όνομα! Τι ζόρι τραβάτε? ), στο οποίο ηχογραφούσα. Αυτό είχε ένα κουμπί -κάτι, που άμα το πατούσες έπαιζε στο γρήγορο το τραγούδι. πράγμα εξαιρετικά πρακτικό γιατί ήταν λίγο μανίκι να ψάξεις να βρεις να ακούσεις  ένα τραγούδι σε μια κασσέτα... Όλο μπρος- πίσω ήσουν, μέχρι να το πετύχεις. Δυστυχώς, όμως είχε μια παρενέργεια. Όταν είχες ξεχάσει το κουμπάκι πατημένο κι ηχογραφούσες κάτι, αυτό γραφότανε αλλοιωμένο και εξαιρετικά αργά... Δεν χρειάζεται να πω πόσες φορές την είχα πατήσει και καθόμουνα μετά κι έπαιζα στο γρήγορο η κασσέτα και την ηχογραφούσα σε άλλο  κασσετόφωνο, με όποια απώλεια συνεπάγεται για την ποιότητα του ήχου...
Μια τέτοια ηχογράφηση παρατήρησα ότι είχε ένα τρομαχτικό χαρακτήρα και σκέφτηκα να την χρησιμοποιήσω σε εφε. Φλας-μπακ. Όταν μαθαίναμε κιθάρα, έμένε καμιά φορά  ο Ηλίας στη μονοκατοικία που έμενα στο Γαλάτσι, πίναμε φτηνό κόκκινο κρασί και παίζαμε... Επειδή ήταν ελάχιστα αυτά που ξέραμε, από κάποια στιγμή και μετά κάναμε απαγγελίες... Ίσως ανεβάσω
κάτι κάποτε... Μια από αυτές ήταν οι στίχοι  τη "σατανικής"  "Τριλογίας της φωτιάς" του Άρθουρ Μπράουν που πήραμε από ένα βιβλίο με
"Κι εγώ σας πάω... Φέρτε τα πορτοφόλια σας και δοξάστε με"
μεταφράσεις ψυχεδελικών τραγουδιών.  Εγώ έπαιζα κιθάρα κι μουρμούριζα μια αυτοσχέδια μελωδία με λαλαλά και ο Ηλίας απήγγειλε. Κάθε φορά που άλλαζε ο στίχος, εγώ άλλαζα, ρυθμό, τέμπο και μελωδική γραμμή και ο Ηλίας στυλ απαγγελίας. Τέλος φλας μπακ. ( παρακάτω και ηχητικό ντοκουμέντο)
 Το θυμήθηκα εγώ αυτό, όταν άκουσα την απόκοσμη ηχογράφηση και θέλησα να την κάνω background  σε μια τέτοια απαγγγελία. Έγραψα από πάνω κιθάρες και φωνές σε διάφορες ταχύτητες (το αγαπημένο μου εφέ είναι τα "σατανικά γέλια" στο τέλος ), αυτοσχεδίασα μετά ενα λαλαλά και, εφόσον ο Ηλίας ήταν φαντάρος, απήγγειλα στο τέλος  τους στίχους από το τελευταίο μέρος της τριλογίας, το "Fire". Ονόμασα το κομμάτι "Το τραγούδι του Χριστόδουλου", γιατί ήταν τότε στα ντουζένια του ο μέγας Γραμματέας και φαρισαίος υποκριτής αρχιεπίσκοπος της Ελλάδος...

Ιδού και η "Τριλογία της φωτιάς που λέγαμε"